Κάποτε ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σε ένα εργαστήρι όπου υπήρχαν δύο γλύπτες. Οι γλύπτες αυτοί χρησιμοποιούσαν το μυαλό ενός μικρού παιδιού για να σκαλίσουν πάνω και το χειρίζονταν με μεγάλη φροντίδα.

Ο ένας γλύπτης ήταν ο δάσκαλος και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν βιβλία, μουσική και τέχνη. Ο άλλος γλύπτης ήταν ο γονιός. Αυτός στεκόταν δίπλα στο παιδί, προσφέροντάς του στήριξη, καλοσύνη και αγάπη.

Μέρα με τη μέρα ο δάσκαλος προχωρούσε το γλυπτό με σιγουριά. Και από κοντά ο γονιός δουλεύοντας κι αυτός γυάλιζε, ομόρφαινε και τελειοποιούσε τη δουλειά του δασκάλου. Και όταν πια το γλυπτό είχε τελειώσει, ήταν και οι δύο πολύ περήφανοι για το αποτέλεσμα. Γιατί ότι κατάφεραν να πλάσουν στη ψυχή του παιδιού δεν μπορούσε κανείς ούτε να το αγοράσει αλλά ούτε και να το πουλήσει. Και στο τέλος συμφώνησαν και οι δύο πως θα είχαν σίγουρα αποτύχει αν δούλευε ο καθένας ξεχωριστά. Γιατί πίσω από το γονιό στεκόταν το σχολείο και πίσω από το δάσκαλο το σπίτι.


Αγνώστου συγγραφέα